- τζόκεϋ
- ο άκλ. жокей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τζόκεϋ — και τζόκεϊ, ο, Ν άκλ. 1. επαγγελματίας αναβάτης αλόγων τού ιπποδρόμου 2. (και ως ουδ.) το τζόκεϋ ή τζόκεϊ είδος καπέλου με μικρό γείσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jockey, σκωτικό υποκορ. τού ον. John] … Dictionary of Greek
Всадник с мыса Артемисион — … Википедия
ιππηλάτης — ο (ΑΜ ἱππηλάτης και ας, ομηρ. μόνο ίππηλάτα, ως επίθ.) νεοελλ. ιππέας ιπποδρομίου, αναβάτης, αυτός που τρέχει πάνω σε άλογο σε ιππικούς αγώνες, κν. τζόκεϋ || (μσν. αρχ.) αυτός που οδηγεί ίππο ή άρμα αρχ. 1. ο μαχόμενος έφιππος ή πάνω σε άρμα,… … Dictionary of Greek